Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο Κύμα"

http://www.google.com/search?q=%CE%A0%CE%91%CE%A0%CE%91%CE%94%CE%99%CE%91%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%97%CE%A3&hl=el&rls=com.microsoft:el:IE-SearchBox&prmd=imvnsb&tbm=isch&tbo=u&source=univ&sa=X&ei=vAW9TsK7Nuj-4QShxuW_BA&ved=0CEgQsAQ&biw=1344&bih=682



Βίωμα και βιωματικότητα στον Παπαδιαμάντη
«Μεγάλη η αποκοτιά μου να αναμιχθώ στον βίο και την πολιτεία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μεγάλη πραγματικά. Τόλμημα που κρύβει κινδύνους πολλούς και κακοτοπιές διάφορες, που μπορούν να οδηγήσουν στο άψε – σβήσε σε πειραματισμούς επιπόλαιους και ολισθηρότητες.[1]» Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω την εισήγησή μου με τούτα τα λόγια του Στρατή Μολινού, που αποτελούν κατάθεση ψυχής και αναγνώρισης για το έργο του Σκιαθίτη δημιουργού. Προσπάθησαν πολλοί να τον εντάξουν σε ιδεολογικό, πολιτικό ή γλωσσικό κίνημα. Δεν ανήκει σε κανένα. Σε πείσμα όλων των ερμηνειών και όλων των αναλύσεων είναι διαρκώς άπιαστος και φευγαλέος. Αποτελεί θέμα εξαντλημένο και , ταυτόχρονα, ανεξάντλητο. Γι’ αυτό και είναι δύσκολη η συμβολή στην πλησμονή του απύθμενου. Του ταιριάζει καλύτερα η παρομοίωση πως μπροστά σε ένα ξημέρωμα ή σε μια δύση[2]  συνήθως ο θεατής αδυνατεί να εξωτερικεύσει αυτό που τον πλημμυρίζει.
Κάθε φορά που αναλύουμε τον Παπαδιαμάντη μαζί με τους μαθητές στο σχολείο – νιώθουμε δέος και μένει η αίσθηση πως κάτι μας υπερβαίνει και αδυνατούμε να το συλλάβουμε. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερη χαρά σήμερα που στο ακροατήριο διακρίνουμε μαθητές, αλλά και ανάμεσά μας μαθητές μας θα μοιραστούν το αντίδωρο της παπαδιαμαντικής ανάγνωσης και τη βεβαιότητα πως αποτελεί υπόθεση ζωής.  
Στις 3 του Γενάρη κλείνουν 100 χρόνια από το θάνατό του και η εμβληματική του μορφή ασκεί ακόμη γοητεία καθηλωτική και έλκει την εντρύφηση. Ο κόσμος του έχει όλα τα στοιχεία του πραγματικού κόσμου και όμως διατηρεί το δικαίωμα να χαρακτηριστεί ποιητής - δημιουργός, όπως τον αποκάλεσε ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και επιβεβαίωσε και ο Κώστας Βάρναλης. Με τον ποιητικό οίστρο να διαποτίζει το έργο του, έχει τη μαεστρία το κοινό και τετριμμένο, εκείνο που οι κοινοί θνητοί προσπερνούμε με αφέλεια, αυτός να το θέτει έμπροσθέν μας ανόθευτο, λαγαρό και να μας αναγκάζει να σταθούμε ευλαβικοί. Ταυτόχρονα, αξιοπρόσεκτη είναι και η ίδια η φιγούρα του: ασκητική, ταπεινή, με απόμακρη  έκφραση και συνεσταλμένη. Αλλά και η μόρφωσή του διαφέρει. Τα μέσα απόκτησής της πενιχρά, γρήγορα όμως ο ίδιος διακρίνεται και ξεχωρίζει αυτοδίδακτα[3].
Σε χειρόγραφο σημείωμά του γράφει:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τάς σπουδὰς μοῦ καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.[4]»

Γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του Θεού και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα ξωκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιού. Όλα αυτά συνέθεσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με θέρμη ως το τέλος της ζωής του. Στο διήγημα Λαμπριάτικος Ψάλτης προσδιορίζει την έμπνευσή του: «Ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ αυτόν…»
Μέσα από το περιβάλλον του άντλησε το υλικό των έργων του και το μετέπλασε: από τις μια – δυο ταπεινές γειτονιές της Αθήνας με τους ανθρώπους του μόχθου και του πόνου, γύρω από τη Δεξαμενή, όπου σύχναζε με τους φίλους του ή ρέμβαζε στη γαλήνη της μοναξιάς του· από ο ταπεινό εκκλησάκι  του Αγίου Ελισσαίου όπου πήγαινε για να ψάλλει στο δεξί ψαλτήρι και να παρακολουθήσει τις κατανυκτικές ακολουθίες του Παπά –Νικόλα Πλανά · από τη μια χούφτα ανθρώπων του νησιού του, τους ίδιους και τους ίδιους· από τα πανέμορφα ακρογιάλια της Σκιάθου και τις λαγκαδιές με τα γάργαρα νερά και τις σεληνόφωτες νύχτες τις ονειρικές, από τη θάλασσα με τους κολπίσκους και τις αγκαλίτσες της, αλλά και τη θάλασσα – φόνισσα που πνίγει τη μικρή Ακριβούλα, μα και τη θάλασσα που μπαίνει ανάμεσα στη ανθρώπινη και θεία δίκη. Αυτό είναι το σκηνικό της Πλάσης του. Απέριττο και επαναλαμβανόμενο, αλλά συνάμα μοναδικό και πρωτόγνωρο. Από εκεί εμπνέεται αμέτρητους χαρακτήρες και επεισόδια, τους μετασχηματίζει, διαφορετικούς, σαν τώρα να τους ενεφύσησε πνοή ο Πλάστης.
Τα γραφικά λιμανάκια, οι γκρεμοί, οι σπηλιές, τ' ακρογιάλια, αλλού με χαλίκια, αλλού με χοντρά βότσαλα, αλλού δαντελωτά, αλλού με τα δέντρα να φτάνουν στον ασημένιο γιαλό είναι οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες που στοιχειώνουν τη σκέψη του και το μοναχικό του βίο και τα κάνει διηγήματα, ενδύοντάς  τα με τα θρησκευτικά βιώματά του ή ακουμπώντας πάνω τους τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς.
Η ηθογραφία του αποτελεί διαπλοκή Ορθοδοξίας, Φύσης και Παράδοσης μέσα σε ένα παλλόμενο πλαίσιο ζωής[5]. Θρησκευτικότητα, Φυσιολατρία και Ελληνικότητα συγκροτούν τη λογοτεχνική του φυσιογνωμία. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής αγύρτισσες. Είναι σάρκα εκ της σαρκός της φύσης και δεμένοι μαζί της.  Οι ήρωες του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί και βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή, γίνονται χαρακτήρες και άνθρωποι.
Καθημερινά βιώματα, πράγματα απλά, τόποι οικείοι όπου οι συντοπίτες του είχαν περπατήσει και πριν, αλλά τους φαίνονταν ασήμαντα, η γραφή του Παπαδιαμάντη τα ομόρφυνε, τους προσέδωσε ποιητικότητα και λυρισμό, η μαγεία του λόγου τα μετουσίωσε. Δεν ζήτησε να καταπλήξει ούτε να συγκινήσει με βίαια μέσα. Υποβάλλει και συγκινεί και κάνει τους ανθρώπους νοσταλγούς ενδιάθετων καταστάσεων.
Και όσο και αν οι μελετητές του έχουν εντοπίσει πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά καλοδουλεμένες αφηγήσεις και περιγραφές γνωστών, ωστόσο, αυτό ακριβώς αποτελεί τη βιωματική μαγεία του. Άλλωστε, ο συγγραφέας γεννιέται, ζει και διαμορφώνεται σε ορισμένο τόπο και εποχή. Αυτό που θα γίνει ανάμνηση, κείμενο, δημιουργική αναπαράσταση μέσα από το γραπτό λόγο είναι πρωτίστως βίωμα[6] και άθροισμα εμπειριών, συνάντηση με το πραγματικό και επιδίωξη προσωπική, καλά κρυμμένη επιθυμία.
Ναυτικός δεν υπήρξε ποτέ. Όταν ήταν νέος πιθανόν να πήγαινε βαρκάδες. Αυτές όμως τις μνήμες τις μετέφερε στα έργα του υποδυόμενος νέους και εύρωστους πρωταγωνιστές[7], όπως ο Μαθιός στη Νοσταλγό του ή ο ονειροπαρμένος που ναυαγεί με τη βάρκα του Στα ρόδιν’ ακρογιάλια ή ο γεροδεμένος ρωμαλέος βοσκός που λατρεύει το κολύμπι και τη θάλασσα στο Όνειρο στο κύμα. Αλλά σχέσεις με τη θάλασσα δεν είχε. Ωστόσο, ήταν νησιώτης τριγυρνούσε στο λιμάνι, πήγαινε με τον πατέρα του και άλλους πιστούς λαϊκούς ανθρώπους με τη βάρκα σε απομακρυσμένα σημεία του νησιού για τον εσπερινό, ανακατευόταν στους ταρσανάδες και τα καρνάγια. Έπινε το κρασί του με καραβοκύρηδες και γέρους γεμιτζήδες και άλλους ναυτικούς που σύχναζαν στα καπηλειά. Γι’ αυτό όλη τη θαλασσινή περιπέτεια και τα συμβάντα τα έθεσε στην άκρη του νου του και, κατόπιν, τα μετουσίωσε σε αφήγηση, σαν να ήταν δικά του, σα να ήταν κι αυτός μέσα στην ιστορία.
Ούτε νομικός δεν ήταν ούτε υπήρξε ποτέ φοιτητής της νομικής. Τη φιλοσοφική ξεκίνησε, αλλά και από κει ποτέ δεν αποφοίτησε. Και όμως ο νεαρός βοηθός προλύτου στο Όνειρο στο κύμα είναι πειστικότατος και αληθοφανής. Το αίσθημα της αποτυχίας ως επαγγελματία και της απόγνωσης από τη νομικίστικη ζωή του είναι βιωματιά δοσμένο. Αντιλαμβανόμαστε τους προβληματισμούς του, γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας μπήκε στο πετσί του και βίωσε την απόγνωση του ήρωα. Η μαγεία του ηθογραφικού του ταλέντου μπορεί και φαντάζεται και αναπαράγει. Πιθανόν να καταγράφει και ατομικά του αισθήματα, λαμβάνοντας υπόψη πως ζει και ο ίδιος στην πόλη, σε φτωχικά, βρώμικα δωμάτια, με πενιχρά μέσα και η ζωή στην Αθήνα τον πνίγει και νοσταλγεί την ελευθερία του νησιού. Αλλάζοντας την ιδιότητα του πρωταγωνιστή του, εκμυστηρεύεται τα μύχια της ψυχής του.
Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του. Τον ενδιέφερε η παρατήρηση και η ενδοσκόπηση, τον γοήτευε η απομόνωση, ακόμη και όταν βρισκόταν ανάμεσα σε παρέα φίλων. Ποτέ δεν έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη στους φίλους του, ακόμη και στον Βλάση Γαβριηλίδη που ήταν σαν πατέρας του και του συμπαραστεκόταν πάντα. Συγκρατημένος, ταπεινός, λιτοδίαιτος, αδιάφορος στα χρήματα, αλλά πάντα στερημένος και αντιμετωπίζοντας την κακοδαιμονία χανόταν στον κόσμο των ταπεινών ηρώων του. Οι ήρωες του ήταν ο ίδιος. Δεν μπορούσε να είναι λαμπεροί και σπουδαίοι, δεν θα ήταν συνεπές και αληθοφανές με το βίο του.
Είναι, βέβαια, αρκετά δύσκολο να εντοπιστεί στο παπαδιαμαντικό σύμπαν η συλλογική ανάμνηση και να διακριθεί από το προσωπικό βίωμα, η μεταδομένη θύμηση από τη βιωματική εμπειρία του αφηγητή. Και όταν ακόμη ο αναγνώστης είναι βέβαιος πως τον ανακάλυψε, γλυστρά ανάμεσα στις σκέψεις του αρνούμενος την ταύτιση με το τέχνασμα της πλαστοπροσωπίας. Ωστόσο, ένα απόθεμα μνήμης τροφοδοτεί αείροα τις εμπνεύσεις του. Ριζωμένος στην Αθήνα, νοσταλγός, ανέπλαθε το θησαύρισμα της παιδικής του ψυχής και περιέσωζε τη μνήμη μέσα σε αίγλη παραδείσου, με το ξεχείλισμα της νοσταλγίας, κεντρισμένης από την πικρία της αποτυχημένης ζωής. Ίσως να ζούσε τη ζωή των έργων του περισσότερο, παρά τα έργα του ζούσαν τη δική του. «Παρόν, μέλλον, παρελθόν, υπαρκτά όλα ή φαντασιώδη, αδιάφορον, ζουν εμπρός σου σαν την ιδικήν σου ζωήν[8]Ο Νικόλαος Γαβριήλ Πεντζίκης σημειώνει πως ο Παπαδιαμάντης αποτελεί την πρώτη περίπτωση αντιγραφικής μνήμης στα γράμματα μας• δεν περιγράφει: αντιγράφει.
Στο Όνειρο στο κύμα η φτώχεια ταυτίζεται με την αυτάρκεια και την αναπληρώνει η φυσική, sine lege ζωή, η αυθόρμητη και γνήσια απόλαυση τη ελευθερίας.
«Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρει, κι έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού κι έλεγεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σπέρνω αυτό το χωράφι για να φάνε όλοι οι ξένοι κι οι διαβάτες και τα πετεινά τ΄ ουρανού και να πάρω κι εγώ τον κόπο μου.
Εγώ χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος κι έβαλα εις εφαρμογήν τας διαταξεις του δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω. Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία δια να θειαφίσει, ν’ αργολογήσει, να γεμίσει ένα καλάθι σταφύλια ή να τρυγήσει, αν έμενε τίποτε δια τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρό το κτήμα ήτον ιδικό μου. Εκεί παραπάνω έβοσκα τα γίδια του Μοναστηριού, ανάμεσα εις δυο φαράγγας και τρεις κορυφάς. Ήμην παραγιός αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ.»  
Περνώντας σε ένα δεύτερο άξονα της ζωής του θα διαπιστώσουμε πως πληροφορίες για την αγάπη του στη ζωγραφική δίνει ο ίδιος στο αυτόγραφό του: Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε ιδιαίτερα και τη μουσική. Έχουμε μαρτυρίες από ανθρώπους που τον γνώρισαν ότι ο συγγραφέας, όταν άκουγε μουσική, στεκόταν και την απολάμβανε και η ψυχή του γέμιζε χαρά. Το έργο του είναι γεμάτο από μουσική. Στα κείμενά του ακούμε τους ήχους της βυζαντινής μουσικής να συνυπάρχουν με τους ήχους από το σουραύλι, το λαγούτο, τη φλογέρα, το μπουζούκι.
«Μιαν άλλη μέραν με είδε πάλι από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ήσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βόσκουν κι εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν. Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να φωνάξει:
- Έτσι όλο τραγουδείς! Δεν σ’ άκουσα ποτέ μου να παίζεις το σουραύλι! Βοσκός και να μην έχει σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!
Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πώς της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι’ αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα κι ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.»
Θα διευκόλυνε την αναζήτησή μας η επισήμανση μιας κοινής διαπίστωσης: η λογοτεχνία δίνει το δικαίωμα να την αντιληφθούμε ως αυτοβιογραφική, αν ληφθεί υπόψη πως ως δημιουργία αντικατοπτρίζει έστω και μια στιγμή της ζωής του δημιουργού. Από αυτή την άποψη το παπαδιαμαντικό έργο εμπεριέχει ομολογίες, αρνήσεις, διαψεύσεις, αναμνήσεις, αυτοπαρατήρηση, νοσταλγία, δικαίωση, απόρριψη, διαμαρτυρία, κριτική, αποκατάσταση συνειδήσεων, βαθύτατο ερωτισμό. Άλλοτε, αυτοβιογραφείται απόλυτα και άλλοτε θολώνει τον ορίζοντα, άλλοτε φανερώνεται και άλλοτε πανικοβλημένος από την υπερβολική έκθεση και διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής αποκρύβει το πρόσωπό του. Ίσως θα μπορούσε να αποδοθεί στις παπαδιαμαντικές αυτοδιηγητικές αφηγήσεις το προσωνύμιο της βιωματικές και εξομολογητικές περισσότερο από αυτοβιογραφικές. Χαρακτηριστική είναι η στάση του αφηγητή – συγγραφέα(;) στο Όνειρο στο κύμα.
Βαθύτατα ερωτικό και ενδοσκοπικό το κείμενο ομολογούνται μύχιες σκέψεις και ψυχογραφείται το συνειδησιακό βάθος. Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και αποδίδοντας στον ήρωα όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία της ζωής του ίδιου του δημιουργού, η θρησκευτικότητα, οι γνώσεις των ιερών κανόνων και ακολουθιών, η σχέση με τα μοναστήρια και ο τρόπος που απέκτησε τη μόρφωσή του, η αποστράγγιση της ζωής και η έντονη απογοήτευση και ο ψυχισμός πνιγμός από τη ζωή στην πόλη, η έλλειψη ερωτικής ζωής, η συστολή και η μοναχική ζωή, ενώ αντίθετα η περιπλάνηση στις φυσικές ομορφιές του νησιού και η βίωση του αισθήματος της πληρότητας εκεί, ο έλεγχος της συνειδήσεως, η επίγνωση και αποκάλυψη της αμαρτωλότητας, «εγώ ο σατυρίσκος του βουνού»,  ταυτόχρονα με τη διαβεβαίωση «ήμην αθώος εν τη συνειδήσει» αποτελούν στοιχεία που θέτουν σε πειρασμό τον αναγνώστη να ταυτίσει πλήρως τον ήρωα με το συγγραφέα, τον αφηγητή με το συγγραφέα. Η εντύπωση πως στο «κείμενο ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική[9]».
Όμως, γι’ αυτό και παραμένει πάντα ζωντανός ο Παπαδιαμάντης εδώ και τόσα χρόνια, δεν μας το επιτρέπει αυθόρμητα, καθώς αίρει τη γνησιότητα του βιώματος με την τελευταία φράση του κειμένου (Δια την αντιγραφήν) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πώς μπορεί να μείνει επαναπαυμένος ο αναγνώστης πως τον αποκάλυψε; Αλλά μήπως ακριβώς αυτή η πλανευτική διευκρίνιση επιβεβαιώνει τη βίωση του επεισοδίου από τον ίδιο και επιθυμεί την αποστασιοποίηση, επειδή τον ανακαλύψαμε να κλέβει στιγμές απόλαυσης; Μήπως μετανοεί για την τόση αληθοφάνεια του βιώματος; Ή μήπως αυτό ακριβώς επιθυμούσε να αποκαλύψει και να συγκαλύψει συνάμα; Μήπως αυτός που μιλά σε πρώτο πρόσωπο είναι ο ίδιος ο εκάστοτε αναγνώστης που οφείλει να σταθεί έμπροσθεν των ευθυνών του και να δει μέσα στην ψυχή του;  
Ακόμη και αν ο αναγνώστης είναι σίγουρος για κάποιο από αυτά, η φράση θέτει όρια βεβαιότητας και ανοίγει κύκλο συζητήσεων. Γι’ αυτό και πάντα θα μας γοητεύει ο Παπαδιαμάντης. Ἂν ἡ τέχνη ὀφείλει νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πλήρη ἐλευθερία καὶ στὸ αὐτόβουλο τῶν πράξεών του, τότε ὁ Παπαδιαμάντης ἀντιπροσωπεύει ἕναν γνήσιο ἐκφραστῆ της[10]». Εξάλλου, αν δεν ήταν αυτός που ήταν, δε θα απολαμβάναμε εμείς λυρικές ποιητικές περιγραφές, όπως αυτή, που θεωρείται από τις κορυφαίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας τόσο για την απόδοση της λέξης όσο και για τον ήχο και την εικόνα και το αίσθημα  που αποπνέει:
«Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηΐς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια».      
    Αναφέρει ο ίδιος: «Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος. Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.»
Ο ίδιος τόλμησε και γι’ αυτό είμαστε εμείς ως αναγνώστες ευτυχείς. Αποκαλυπτική είναι η απάντησή του στο Μητσάκη, όταν χαριτολογώντας τον ρωτά αν τραγουδά τους έρωτες τόσο όμορφα γιατί έχει έρωτες.
-Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔρωτες, ἀποκρίθηκε ὁ Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τὰ μάτια. Ὁ ἥρωάς μου ἔχει!
Ο Παπαδιαμάντης βρίσκεται με τα λόγια του, τη ζωή και το έργο εμπράκτως στον αντίποδα της πουριτανικής ηθικής. Δεν επιθυμεί να κερδίζει ολοένα και περισσότερα χρήματα, αλλά να ζει όπως συνηθίζει να ζει και να κερδίζει όσα χρειάζονται για το σκοπό αυτό. Η ενστικτώδης απόλαυση της ζωής, όπως αυτή εκδηλώνεται στις ταβέρνες του απλού ανθρώπου δείχνουν τον άνθρωπο που αγαπά τη ζωή, αλλά όχι με τυμπανοκρουσίες και υπερβολές, τιμά όμως την πανήγυρη «τὰ καλομαγειρευμένα μὲ ἱκανὸν εὐῶδες ἔλαιον φασόλια καὶ μὲ ἄφθονον κοκκίνην πιπεριάν», δεύτερον, «τὸ ὁλονὲν ῥοδίζον ἀρνὶ εἰς τὴν σούβλαν» καί, τρίτον, τὸν ξανθὸ ρητινίτη καὶ τὸ ἀλυπιακὸν μοσχᾶτον» · αυτές είναι οι απολαύσεις του ίδιου, αλλά και των απλών λαϊκών ηρώων του που συνοψίζονται στη φράση «Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος».
Εάν προσδοκούμε να κάνει με τα διηγήματα ή μυθιστορήματά του χριστιανικό κήρυγμα και ως προς αυτό δεν συνάδουν ορισμένες αντιφάσεις και πειρασμοί που εντοπίζονται στο έργο του, τότε οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τις προσδοκίες μας και να διαβάσουμε τον Παπαδιαμάντη πρωτίστως ως ιχνηλάτη του ανθρώπινου βίου. Κάποτε είχε διατυπώσει τον εξής λογισμό: «η εκ του πλησίον γνωριμία με την καλογερικήν ζωήν μου πολλούς δισταγμούς». Ούτε το ευλαβικό περιβάλλον που μεγάλωσε ούτε η έμφυτη ανάγκη του για απομόνωση συνηγόρησαν στο να προσχωρήσει στο μοναχικό σχήμα. Παρέμεινε όμως μονήρης τύπος καλόγερος της αστικής ζωής. Αλλά ο καλόγερος υπήρξε σημαντικός χαρακτήρας των έργων του, δεμένος με τη φύση και την απλή ζωή της υπαίθρου. Στο Όνειρο στο κύμα επιλέγει έναν ιδιαίτερο τύπο μοναχού, τον πάτερ Σισώη. Αυτός ήταν πρώην δάσκαλος και καλόγερος και διάκος. Ξαφνικά αγάπησε μια Τουρκοπούλα, την έκλεψε, τη βάφτισε χριστιανή και την παντρεύτηκε. Αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο της έγγαμης ζωής του, ξανακαλογέρεψε για να εξιλεωθεί. Με το ίδιο όνομα στο Βαρδιάνο στα Σπόρκα συναντούμε τον ηγούμενο του μοναστηριού στο νησί που θεραπεύονται οι χολεριασμένοι. Ίσως τα δυο πρόσωπα να συνδέονται. Αλλά και ο ήρωάς του που, παρεπιπτόντως, είναι ανώνυμος, – για να γίνεται ευκολότερα η ταύτιση ή για να αποκλείεται; – ζει με καλογέρους και ομολογεί πως ακριβώς η βίωση του πειρασμού θα έπρεπε να τον ωθήσει στη μοναχική ζωή. Αλλά δεν το έπραξε. Ομολογία του ίδιου;  
Ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του είναι βαθύτατα χριστιανός, αλλά δεν είναι απισχνανσμένος από την αίσθηση του ωραίου και της απόλαυσης που απορρέει όταν το αντικρίζει. Ο Θεός του δεν είναι Θεός τιμωρός, είναι ο Θεός της αποκαλυπτικής αλήθειας, της αγάπης, που συμπονά τον άνθρωπο και που αγαπά πιο πολύ τους αμαρτωλούς που συναισθάνονται την πνευματική τους φτώχεια. Είναι ταπείνωση, πραότητα και συγχώρεση. Κάθε αμαρτία ή πειρασμός δεν συγκροτεί προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού και παράβαση της τάξης, αλλά αδυναμία της πεπτωκυίας ανθρώπινης φύσης. Όμως, την ίδια στιγμή, ο χριστιανός είναι αυτός που μπορεί να βιώσει τον έρωτα μακριά από «τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου τούτου». Είναι εκλεκτή και αιθέριος η βίωση του.
Η ψυχή του αμαρτωλού βρίσκεται μόνο στο άπειρον έλεος του Θεού. Άλλωστε ο «Παπαδιαμάντης γνώρισε τὸν Θεὸ ἀπὸ νηπτικοὺς πατέρας, ποὺ ὀνομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅσο καὶ στὴν Σκιάθο[11]». Ο ίδιος είχε βαθύτατη συναίσθηση της ανάγκης για ταπεινό φρόνημα, αλλά και της αναξιότητάς του μπροστά στο θείο μεγαλείο, γεγονός που γίνεται φανερό ακόμη και στον τρόπο που κινείται στους λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και μέσα από τις πρωτοπρόσωπες επικλήσεις του θείου ελέους: «κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. "Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῆς, Κύριε..."».
Κατά τον Μυριβήλη «Δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλους βλέπει τὴν ὀντολογία τους. Κάθε ἄνθρωπος, παρὰ τὴν πτώση του, διασῴζει τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας, παραμένει μέσα του τὸ κατ᾿ εἰκόνα ἔστω καὶ ἀμαυρωμένο, μαζὶ μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνας τῆς πτώσεως. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ ἔχῃ εὐαισθησία καρδιακὴ γιὰ νὰ βλέπῃ τὴν θετικὴ αὐτὴ δόξα μέσα στὴν κατὰ κόσμον ἀδοξία».
Δεν περιέγραψε την Ορθοδοξία ως δόγμα, αλλά ως κοινωνικό παράγοντα, συντελεστή της ζωής του λαού μας και την αγάπη όχι μόνον ως ιερή εντολή του Χριστού, αλλά και ως επιτακτική ανάγκη της ψυχής του[12]. Οι πειρασμοί και η αγωνία είναι μέσα στη ζωή, αλλά αυτό ενδυναμώνει τον αγώνα και οδηγεί στη μέγιστη συναίσθηση του ταπεινού σαρκίου που φορεί. Δεν είναι μισάνθρωπος ούτε ανέραστος, αλλά αγωνιστής, που πότε πέφτει, πότε σηκώνεται. Η εκκλησία είναι γι’ αυτόν θεραπευτική ευχαριστηριακή κοινότητα, είναι η μητρική αγκαλιά και όχι μελοδραματικός χώρος έκφρασης των συναισθημάτων[13]

Ο Παπαδιαμάντης λίγες ώρες πριν πεθάνει ζήτησε τον ιερέα της Σκιάθου, Ανδρέα Μπούρα για να κοινωνήσει. Θεωρούσε ότι προηγείτο του ιατρού. Την εσπέρα της 2ας Ιανουαρίου ζήτησε ο ψαλτήρι και ένα κερί για να ψάλλει, αλλά απόκαμε και έψαλλε απέξω τρεμουλιαστά μόνος του. Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα ξεψύχησε. Οι αδερφές του τον βρήκαν με τα μάτια κλειστά, παγωμένο. Τον έθαψαν το πρωί στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Έξω χιόνιζε. Κατά το ελληνικό έθιμο, τον πήγαν στην εκκλησία και ύστερα στο κοιμητήριο σε ένα φέρετρο ανοικτό. Οι νιφάδες έπεφταν στο μέτωπό του και τα μαλλιά του, για να παρουσιαστεί θαρρείς, ακόμα καθαρότερος «αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου».

Μ.Χρ.Π.(δημοσιευμένο στο περιοδικό "Φίλιππος"

[1] Στρ. Μολινός, Με τους ήρωες του Παπαδιαμάντη, Αρχείον Παπαδιαμαντικών Μελετών 1, Αθήνα 1998, 11
[2] Π. Φωτέας, Μορφές Ελλήνων, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1989, 45
[3] Στρ. Μολινός, Με τους ήρωες του Παπαδιαμάντη, 11
[4] Πρωτοδημοσιεύτηκε από το Γιάννη Βλαχογιάννη, εφ. Πολιτεία, 13/9/1925. Αναδημοσιεύεται από τον O. Merlier, Α. Παπαδιαμάντη, Γράμματα, Εν Αθήναις, 1934, 247, από τον Γ. Κατσίμπαλη, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.  Πρώτες κρίσεις και πληροφορίες. Βιβλιογραφία, Αθήνα 1934, 11, τον Γ. Βαλέτα, Νέα Εστία (Χριστούγεννα 1941) 20-21 και τον Π. Μουλλά(επιμ.), Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιουγραφούμενος, ΔΠ. 29, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, εκδ. Ερμής Ε.Π.Ε., Αθήνα 1981, λα΄  
[5] Π. Φωτέας, Μορφές Ελλήνων, 45
[6] Π. Μουλλάς, Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, λθ΄
[7] Στρ. Μολινός, Με τους ήρωες του Παπαδιαμάντη, 58
[8] Μ. Μαλακάσης, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Παπαδιαμαντικά Τετράδια 1(Πρωτοχρονιά 1992), 96
[9] Π. Μουλλάς, Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, λγ΄
[10] Στρ. Μυριβήλης, Άπαντα Παπαδιαμάντη, εκδ. οίκος Σεφερλή, Αθήνα 1962, τ. 1, ιβ-ιγ.
[11] Στρ. Μυριβήλης, Άπαντα Παπαδιαμάντη, εκδ. οίκος Σεφερλή, Αθήνα 1962, τ. 1, ιβ-ιγ.
[12] Κ. Προύσης, Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1990,  232
[13] π. Ιερόθεος Βλάχος, ό.π.