Παράλληλα κείμενα
1. Διονύσιος Σολωμός
Ο Κρητικός
Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. στιγμή, Ἀθήνα 1994.
ΙII
Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή....
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἂστρα•
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν' ἀφήσει.
Δὲν εἶν' πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ' ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι•
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.
IV
Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν•
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ' ἀγκάλες μ' ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρὸς της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ' ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει•
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρὸς μου•
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
2. Από την ΑΝΘΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΎ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΎ
του Νικολάου Πολίτη
ΠΩΣ ΠΙΑΝΕΤΑΙ ΓΗ ΑΓΑΠΗ
Εβγάτε αγόρια 'ς το χορό, κοράσια 'ς τα τραγούδια,
πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται γη αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται, 'ς τα χείλια κατεβαίνει,
κι' από τα χείλια 'ς την καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει.
94
Το παλληκάρι το καλό παράκαιρα γεράζει,
γεράζει από τοις όμορφαις κι' από τοις μαυρομάταις.
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη.
Όντας διαβαίνη με πολλούς, να κάνη πως δε γλέπει,
κι' όντας διαβαίνη μοναχός, γλυκό φιλί ν' αρπάζη.
Κι' όταν του λεν πώς πόρεψες, να λέη της αγάπης.
"Καλοπερνώ όντας έρχωμαι, κακοπερνώ όντας φεύγω.
3.
1. Διονύσιος Σολωμός
Ο Κρητικός
Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. στιγμή, Ἀθήνα 1994.
ΙII
Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή....
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἂστρα•
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν' ἀφήσει.
Δὲν εἶν' πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ' ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι•
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.
IV
Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν•
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ' ἀγκάλες μ' ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρὸς της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ' ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει•
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρὸς μου•
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
2. Από την ΑΝΘΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΎ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΎ
του Νικολάου Πολίτη
ΠΩΣ ΠΙΑΝΕΤΑΙ ΓΗ ΑΓΑΠΗ
Εβγάτε αγόρια 'ς το χορό, κοράσια 'ς τα τραγούδια,
πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται γη αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται, 'ς τα χείλια κατεβαίνει,
κι' από τα χείλια 'ς την καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει.
94
Το παλληκάρι το καλό παράκαιρα γεράζει,
γεράζει από τοις όμορφαις κι' από τοις μαυρομάταις.
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη.
Όντας διαβαίνη με πολλούς, να κάνη πως δε γλέπει,
κι' όντας διαβαίνη μοναχός, γλυκό φιλί ν' αρπάζη.
Κι' όταν του λεν πώς πόρεψες, να λέη της αγάπης.
"Καλοπερνώ όντας έρχωμαι, κακοπερνώ όντας φεύγω.
3.
Η Πορτοκαλένια | Oδυσσέας Ελύτης |